ολόγλυκος

ολόγλυκος
(ε)ια, ο слишком сладкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ολόγλυκος" в других словарях:

  • ολόγλυκος — ια, ο 1. πολύ γλυκός 2. (για βλέμμα ή για μειδίαμα) γεμάτος τρυφερότητα («τού ρίχνει ολόγλυκες ματιές κι από κρυφά τού λέει», Κρυστ.). επίρρ... ολόγλυκα πολύ γλυκά, τρυφερότατα …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»